- αεροπροσγειούμαι
- (-όομαι)βλ. αεροπροσγειώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροπροσγειούμενος — η, ο (μτχ. τού αεροπροσγειούμαι) αυτός που προσγειώνεται ερχόμενος από τον αέρα … Dictionary of Greek
αεροπροσγειώνομαι — και αεροπροσγειούμαι προσγειώνομαι ερχόμενος από τον αέρα … Dictionary of Greek